-
1 συμμαχία
συμμαχίᾱ, συμμαχίαalliance: fem nom /voc /acc dualσυμμαχίᾱ, συμμαχίαalliance: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————συμμαχίαι, συμμαχίαalliance: fem nom /voc plσυμμαχίᾱͅ, συμμαχίαalliance: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 συμμαχία
1 alliesκαὶ συμμαχία θόρυβον παραίθυξε μέγαν O. 10.72
Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν (supp. Lobel) fr. 169. 46. -
3 συμμαχια
ион. συμμᾰχίη ἥ1) (оборонительно-наступательный) военный союз(συμμαχίαν ποιεῖσθαί τινι Thuc. и πρός τινα Her., Xen.)
2) собир. союзники Her., Eur., Aeschin.3) союзное войско Thuc.ξυμμαχίαν πέμπειν τινί Xen. — посылать кому-л. (на помощь) отряды союзников
4) территория союзников -
4 συμμαχία
η союз (единение);σε ( — или εν) συμμαχία — в союзе;
στρατιωτική συμμαχία — военный союз;
συνθήκη συμμαχίας — союзный договор;
εργατοαγροτική συμμαχία — союз рабочего класса и крестьянства;
συνάπτω συμμαχία — заключить союз
-
5 συμμαχίᾳ
Βλ. λ. συμμαχία -
6 συμμαχία
[симмахиа] ουσ. Θ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμμαχία
-
7 συμμαχία
-ας ἡ N 1 0-0-1-0-15=16 Is 16,4; Jdt 3,6; 7,1; 1 Mc 8,17.20Cf. LAUNEY 1949, 36-42 -
8 συμμαχία
[симмахиа] ουσ θ (πολ) союз. -
9 συμμαχία
A alliance, offensive and defensive (opp. an ἐπιμαχία or defensive one, Th.1.44), IG12.52.16, al., Hdt.2.181, 4.120, etc.;σ. ποιέεσθαι πρός τινα Id.5.73
, cf. 63, X.HG3.2.21, IG22.43.26, etc.; τινι Th.1.44,57; ἡ ἔξω ξ. Id.3.65;σ. παρέχεσθαι Pl.R. 474b
.2 generally, the duty of an ally,ξυμμαχίας ἁμαρτών A.Ag. 213
(lyr.) (which others take in signf. 11).3 συμμαχίαν φρουρεῖν, i.e. συμμάχων χώραν, Th.5.33.II = τὸ συμμαχικόν, the body of allies, Hdt.1.77,82, E.Rh. 994 (anap.), Th.1.118, 119, etc.;συμμαχίας συνελθούσης Aeschin.2.32
.2 allied or auxiliary force, Th.6.73;σ. πέμπειν X.HG4.8.24
, cf. SIG 763.5 (Cyzicus, i B.C.); ἔξωθεν ἐπάγεσθαι ς. Pl.R. 556e: generally, body of friends, Pi.O.10(11).72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμαχία
-
10 συμμαχία
συμ-μαχία, ἡ, Hilfe od. Beistand im Kampfe, Kampfgenossenschaft; συμμαχίην ποιεῖσϑαι πρός τινα, ein Bündnis mit einem schließen (bes. Offensivbündnis, vgl. ἐπιμαχία). Auch die Verbündeten, Bundesgenossen selbst -
11 συμμαχία
alliance -
12 συμμαχία
1) przymierze (n) rzecz.2) sojusz (m) rzecz. -
13 συμμαχία
1) aliance2) spojenectví3) spolek4) svazek -
14 συμμαχία
allianceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συμμαχία
-
15 ξυμμαχία
συμμαχίᾱ, συμμαχίαalliance: fem nom /voc /acc dualσυμμαχίᾱ, συμμαχίαalliance: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————συμμαχίαι, συμμαχίαalliance: fem nom /voc plσυμμαχίᾱͅ, συμμαχίαalliance: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 ξυμμαχίας
συμμαχίᾱς, συμμαχίαalliance: fem acc plσυμμαχίᾱς, συμμαχίαalliance: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 συμμαχίας
συμμαχίᾱς, συμμαχίαalliance: fem acc plσυμμαχίᾱς, συμμαχίαalliance: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 συμμαχίαι
συμμαχίαalliance: fem nom /voc plσυμμαχίᾱͅ, συμμαχίαalliance: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 ξυμμαχίαν
συμμαχίᾱν, συμμαχίαalliance: fem acc sg (attic doric aeolic) -
20 συμμαχίαν
συμμαχίᾱν, συμμαχίαalliance: fem acc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
συμμαχία — συμμαχίᾱ , συμμαχία alliance fem nom/voc/acc dual συμμαχίᾱ , συμμαχία alliance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχία — Προσωρινή ή μόνιμη σχέση πολιτικής συνεργασίας μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών που καθορίζεται με συνθήκη. Η συνεργασία μπορεί να έχει γενικό ή ειδικό χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση η συνθήκη υποχρεώνει τα σύμμαχα κράτη v’ ασκούν γενικά κοινή… … Dictionary of Greek
συμμαχία — η 1. διεξαγωγή κοινού αγώνα. 2. συνασπισμός δύο ή περισσότερων κρατών για αντιμετώπιση κοινού εχθρού: Το ΝΑΤΟ είναι μια αμυντική συμμαχία. 3. συνένωση των δυνάμεων δύο ατόμων για την επίτευξη κοινού σκοπού: Οι προσπάθειες για εκλογική συμμαχία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμαχίᾳ — συμμαχίαι , συμμαχία alliance fem nom/voc pl συμμαχίᾱͅ , συμμαχία alliance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθηναϊκή Συμμαχία — Συμμαχία με την ηγεσία της αρχαίας Αθήνας. Διακρίνεται σε Α’ ή ναυτική συμμαχία της Δήλου (478 π.Χ.) και σε Β’ (378 π.Χ.). Βλ. λ. Αθήνα, Δήλος, Δωδεκάνησα, Κυκλάδες, Μήλος … Dictionary of Greek
Διπλή Συμμαχία — Γαλλορωσική συμμαχία του 1891 (συμπληρώθηκε με μια στρατιωτική συμφωνία το 1893 94), που δημιουργήθηκε σε αντίθεση προς την Τριπλή Συμμαχία. Παρά την προσπάθεια που έγινε το 1899 να ενισχυθεί η Δ.Σ., στην πραγματικότητα, για πολλά χρόνια η δράση… … Dictionary of Greek
Δηλιακή Συμμαχία — Πολιτικοθρησκευτική ένωση των Ιώνων, που υπαγόταν σε αρχαιότατη αμφικτιονία και είχε κέντρο τη Δήλο. Λίγο μετά τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ο Πεισίστρατος επιχείρησε να την εξαρτήσει από την Αθήνα, κάτι που κατόρθωσε ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης … Dictionary of Greek
Αγία Συμμαχία — Έτσι ονομάστηκε η συμμαχία μεταξύ Βενετίας, Βατικανού και Ισπανίας (1510), που στρεφόταν αποκλειστικά κατά της Γαλλίας … Dictionary of Greek
Τετραπλή Συμμαχία — Στρατιωτική συμμαχία μεταξύ Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Ολλανδίας και Αυστρίας, για την παρεμπόδιση των προσπαθειών της Ισπανίας, που την κυβερνούσε ο καρδινάλιος Αλμπερόνι, να δημιουργήσει στην Ιταλία κράτη για τους γιους του Φίλιππου E’ και της … Dictionary of Greek
Τριπλή Συμμαχία — Η συμφωνία, που υπέγραψαν στις 20 Μαΐου 1882 η Γερμανία, η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, τμήμα του πυκνού δικτύου συμμαχιών, που οργάνωσε ο Βίσμαρκ, για να διατηρήσει στην Ευρώπη το status quo που δημιουργήθηκε μετά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο του… … Dictionary of Greek
Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)